ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

Ἡ πόλη τῆς Κομοτηνῆς

Ἡ ἵδρυση τῆς πόλης, γνωστῆς ὡς Κουμουτζηνά, ἀνάγεται στὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ τὴν ὀχύρωσε ὡς σταθμὸ τῆς Ἐγνατίας Ὁδοῦ. Τὸν 13ο αἰώνα, μὲ τὴν καταστροφὴ τῆς γειτονικῆς Μοσυνόπολης ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ἡ πόλη ἀναπτύσσεται καὶ ἀναφέρεται πλέον ὡς Κομοτηνά. Ἔκτοτε, ἡ ἱστορία τῆς πόλεως εἶναι συνεχὴς καὶ συνδέεται μὲ τὶς γνωστὲς περιπέτειες τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Θράκης. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1810 ἐξελέγη Μητροπολίτης Μαρωνείας ὁ Κωνστάντιος, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη σὲ σπουδαία ἐκκλησιαστικὴ μορφή. Συνέβαλε στὴν προετοιμασία τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, συνδέθηκε μὲ τὸν Ἐμμανουὴλ Παπᾶ καὶ στὶς 17 Μαΐου 1821 εὐλόγησε στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὰ ὅπλα τῶν ἐπαναστατῶν τῆς Μακεδονίας. Στὴ συνέχεια κατευθύνθηκε στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου, ὅπου, μαζὶ μὲ τὸν Ἐμμανουὴλ Παπᾶ ἔδωσε τὸ σύνθημα τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Χαλκιδικῆς κατὰ τῶν Τούρκων. Τὸ 1800 ἀνοικοδομεῖται ὁ τρίκλιτος ναὸς τῆς Παναγίας ἐπάνω σὲ ἐρείπια βυζαντινοῦ ναοῦ. Βρίσκεται στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ βυζαντινοῦ φρουρίου καὶ εἶναι ξυλόστεγη μὲ μονόρριχτο ἐξωτερικὸ νάρ[1]θηκα σὲ γωνία ποὺ καλύπτει δύο πλευρές. Ὁ προγενέστερος βυζαντινὸς ναὸς περιγράφηκε τὸ ἔτος 1548 ἀπὸ τὸν περιηγητὴ Pierre Belon. Τὰ θεμέλια τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ σημερινὸ δάπεδο ποὺ εἶναι στρωμένο μὲ μαρμάρινες πλάκες. Στὸν προθάλαμο τοῦ ναοῦ ὑπῆρχαν τάφοι, ἐνῶ ἐσωτερικὰ ὑπῆρχαν κιονοστοιχίες, τῶν ὁποίων σώζονται ἀρκετοὶ κίονες μὲ κιονόκρανα. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ὁδηγήτριας, χρονολογούμενη τὸν 15ο αἰώνα. Ἡ εἰκόνα εἶναι τοποθετημένη σὲ ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο καλὸ δεῖγμα μεταβυζαντινῆς διακοσμητικῆς. Ἀξιόλογο εἶναι τὸ ξυλόγλυπτο καὶ ἐπιχρυσωμένο τέμπλο, τὸ ὁποῖο κοσμεῖται μὲ ἐνδιαφέρουσες εἰκόνες τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰώνα. Στὸν αὔλειο χῶρο τοῦ ναοῦ ὑπῆρχε παλαιότερα τὸ κοιμητήριο τῆς Κοινότητας. Ἀναφέρεται ὅτι τὸ ἔτος 1871 τὸ συγκρότημα τῆς ἐκκλησίας περιελάμβανε Ἀλληλοδιδακτικὴ Σχολή, Ἑλληνικὴ Σχολὴ καὶ Παρθεναγωγεῖο, ἀκριβῶς σύμφωνα μὲ τὴν κοινοτικὴ ἐκπαιδευτικὴ πρακτικὴ τῶν Ἑλληνικῶν Κοινοτήτων τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μαρωνείας καὶ Κομοτηνῆς ἀνήκει στὶς Μητροπόλεις τῶν «Νέων Χωρῶν», ἡ διοίκηση τῶν ὁποίων ἀνετέθη «ἐπιτροπικῶς» στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Μὲ βάση τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1977) ὁ Μητροπολίτης Μαρωνείας καὶ Κομοτηνῆς φέρει τὴν ἐπωνυμία τοῦ ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου Ροδόπης καὶ ἔχει ὡς ἕδρα τὴν Κομοτηνή. Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις ἀσκεῖ ἀξιοπρόσεκτο φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ καταβάλλει σημαντικὴ προσπάθεια γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ μὲ τὴ λειτουργία πτωχοκομείου, παιδικῶν κατασκηνώσεων καὶ παιδικῶν σταθμῶν

Image