Tό Μοναστικὸ Κέντρο τοῦ Παπικίου Ὂρους

Πληροφορίες - Ιστορικό

Image

Ἡ Δυτικὴ Θράκη εὐτύχησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νά ἔχει στά ὅριά της ἕνα σπουδαῖο μοναστικὸ κέντρο (11ος-13ος/14ος αἰ.) στήν ὀροσειρὰ τῆς Ροδόπης, μὲ ἀποκορύφωμα τὸ ὅρος Παπίκιο που ἀναδείχτηκε ἀπὸ τὰ σημαντικότερα μοναστικὰ κέντρα τῆς Βυζαντινῆς περιόδου. Τὸ Παπίκιο ὂρος ἀπέχει περίπου 15χλμ. ἀπὸ τὴν Κομοτηνή. Τὰ μοναστήρια του βρίσκονται μέσα σὲ δάση καὶ ἡ πρόσβαση σὲ αὐτὰ μέσα ἀπὸ δύσβατους δρόμους παρουσιάζει δυσκολίες καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τοὺς χειμερινοὺς μῆνες.

Οἱ μαρτυρίες τῶν πηγῶν εἶναι ἀρκετές. Φιλολογικὲς μαρτυρίες σημαντικῶν συγγραφέων ὅπως τοῦ Ζωναρᾶ, τοῦ Νικήτα Χωνιάτη, τοῦ Κίνναμου καὶ τοῦ Ἁγίου Θεοφάνη, προηγούμενου τῆς μονῆς Βατοπεδίου καὶ μετέπειτα Μητροπολίτη Περιθεωρίου (μέσα ἢ τέλη τοῦ 14ου αἰ.) κάνουν λόγο γιά τὸ μοναστικὸ αὐτὸ κέντρο, τὸ Ἱερὸ Ὂρος τῆς Ροδόπης ὅπως πολλοὶ τὸ ὀνομάζουν καὶ μιλοῦν ἔμμεσα γιά μεγάλο ἀριθμὸ «μονῶν, σεμνείων καὶ φροντιστηρίων». Τὸ ὄνομά της ἡ μοναστικὴ αὐτὴ πολιτεία πῆρε κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ Ἀκάκιου Σαββαΐτου: «Ἀρχὴν δὲ τῇ κατοικήσει τοῦ ὂρους γέρων τις πρῶτος κατῴκησεν ἐκεῖσε τὴν κλήσιν ἔχων πάππος καὶ διὰ τοῦτο Παπίκιον». Σύμφωνα μὲ ὅσα γνωρίζουμε σήμερα, ἡ πρώτη ἀναφορὰ τῆς μοναστικῆς αὐτῆς πολιτείας ἀπαντᾶται στό γνωστὸ τυπικὸ (1083) τοῦ Γρηγορίου Παρκουριανοῦ τῆς μονῆς Παναγίας Πετριτζονιτίσσης (Baskovo): «μετὰ καὶ τοῦ ἐκτὸς μοναστηρίου, τοῦ ἐπ΄ὀνὸματι καὶ τιμῇ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἱδρυμένου κατὰ τὸ Ὂρος Παπίκιον».

Ὁ Ἰωάννης Ζωναρὰς ἐξιστορῶντας τὴν ἐκστρατεία τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ γιά τὴν καταστολὴ τοῦ κινήματος τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων ἢ Παυλικιανῶν, ἀναφέρεται στό Παπίκιον ὂρος. Ἐπίσης ὁ Ἰωάννης Κίνναμος περιγράφοντας τὰ γεγονότα τῆς σύλληψης τοῦ πρωτοστράτορα Ἀλεξίου ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Κομνηνὸ (1168) ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀλέξιος Ἀξοὺθ ὑποχρεώθηκε νά καρεῖ μοναχὸς σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Παπικίου, χωρὶς ὅμως νά τὸ κατονομάζει. Τέλος τὸν 12ο αἰῶνα ὁ Νικήτας Χωνιάτης κατὰ τὴν παρουσίαση τῶν γεγονότων που ἀφοροῦσαν τὴν σύλληψη ἀπὸ τὸν Ἰσαάκιο Β΄ Ἄγγελο στήν Δράμα τοῦ Ἀλεξίου, νόθου γιοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Μανουὴλ, ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀλέξιος ἐγκαταβίωσε στό ἴδιο μοναστήρι τοῦ Παπικίου, ὅπου μόνασε καὶ ὁ Ἀλέξιος Ἀξούθ. Ὁ ἴδιος συγγραφέας ἀναφέρεται καὶ στήν ἐγκαταβίωση σὲ μοναστήρι τοῦ Παπικίου ὂρους καὶ τοῦ ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Στεφάνου Α΄ Νεμάνια  (1166-1196). Στό Παπίκιο καὶ στίς προσωπικότητες που ἐγκαταβίωσαν στίς Μονές του ἀναφέρονται καὶ οἱ συγγραφεῖς Θεόδωρος Βαλσαμών (1191), ὁ Ἀκάκιος Σαββαΐτης (13ος αἰ.), Μανουὴλ Μοσχόπουλος (13ος-14ος  αἰ.), ὁ Φιλόθεος Κόκκινος (14ος αἰ.) καὶ οἱ βιογράφοι τοῦ Ἁγίου Μαξίμου Καυσοκαλύβη (μετὰ τὸ 1365-1370).

Παλαιότερα ὑπῆρξε σύγχυση στούς μελετητὲς ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀκριβή γεωγραφικὴ θέση τοῦ Παπικίου καὶ εἶχε προταθεῖ τὸ ὂρος τῆς Ρίλας. Τὶς τελευταῖες ὅμως δεκαετίες καὶ προσεκτικότερη ἀνάγνωση τῶν πηγῶν καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀρχαιολογικῆς σκαπάνης τοποθετοῦν μὲ ἀκρίβεια τὴν μοναστικὴ αὐτὴ πολιτεία στούς πρόποδες τῆς Ροδόπης ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς οἰκισμοὺς Πολύανθος, Σώστης, Μίσχος, Ληνός, Ἀσώματον, Θάμνα καὶ Ριζώματα. Οἱ ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφὲς ἔφεραν στό φῶς σημαντικὸ ἀριθμὸ Nαῶν καὶ μοναστικῶν συγκροτημάτων, καθὼς καὶ ἀξιόλογα εὑρήματα που φωτίζουν τὴν ἱστορία τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῆς τέχνης στήν Θράκη. Μὲ τὶς μονὲς τοῦ Παπικίου ἔχουν συνδεθεῖ σπουδαῖες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ὁ ὁποῖος ὄντας καθ΄ὁδόν γιά τὸ Ἅγιον Ὂρος παρέμεινε τὸ χειμῶνα τοῦ 1316/17 στό Παπίκιο, ὅπου διεξήγαγε θεολογικὸ διάλογο μὲ ὁμάδες αἱρετικῶν Παυλικιανῶν. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Μάξιμος Καυσοκαλύβης, πρὶν ἐγκατασταθεῖ στό Ἅγιον Ὂρος διέμεινε γιά ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα στό Παπίκιο. Πολιτικὲς προσωπικότητες, ὅπως ὁ πρωτοστράτωρ Ἀλέξιος Ἀξούθ, ὁ σεβαστοκράτωρ Ἀλέξιος, ὁ Στέφανος Α΄ Νεμάνια, ἡ Μαρία Βοτανειάτη καὶ ὁ Βονιφάτιος Μομφερρατικὸς συνδέονται μὲ τὴν μοναστικὴ αὐτὴ πολιτεία, σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τῶν φιλολογικῶν πηγῶν.

Οἱ φιλολογικὲς πηγές, ἄλλες ἄμεσα κι ἄλλες ἔμμεσα, μαρτυροῦν σχέσεις τῶν μονῶν τοῦ Παπικίου μὲ τὴν ἄλλη μοναστικὴ κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὂρους. Εἶναι γνωστὸ, ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ Παπικίου εἶχαν ὀργανωθεῖ σύμφωνα μὲ τὰ ἁγιορείτικα διοικητικὰ πρότυπα. Μία μαρτυρία τοῦ τέλους τοῦ 11ου ἢ τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 12ου αἰῶνα μας πληροφορεῖ γιά κάποιον μοναχὸ Θεοδόσιο «καθηγητή», δηλαδὴ πρῶτο τοῦ Παπικίου Ὂρους. Οἱ πηγὲς ἀναφέρουν τὴν ὓπαρξη ἀρκετῶν μονῶν. Ὡστόσο, ὀνομαστικὲς ἀναφορὲς σώθηκαν γιά τή Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ ἱδρύθηκε πρὶν ἀπὸ τὸ 1083. Ἄκομα Μονὴ μὲ τὴν ὀνομασία Παρθένος ἢ Τζιντζιλουκιώτισσα ἦταν Βασιλική, ὑπαγόταν δηλαδὴ στόν αὐτοκράτορα καὶ ἡ ἳδρυσή της θὰ πρέπει νά τοποθετηθεῖ στόν 10ο - 11ο αἰῶνα.

Ἡ μοναστικὴ πολιτεία τοῦ Παπικίου γνώρισε μεγάλη ἀκμὴ κατὰ τὸν 11ο  καὶ 12ο  αἰῶνα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν 14ο  θὰ πρέπει νά βρισκόταν ἤδη σὲ παρακμὴ, ὅπως μαρτυρεῖται στόν βίο τοῦ Ἁγίου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου που συνέταξε ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, ἐπίσκοπος Περιθεωρίου. Στόν καταστρεπτικὸ γιά τὴν περιοχὴ ἐμφύλιο πόλεμο τῆς περιόδου 1341-1347, στίς ἐπιδρομὲς τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων καὶ στήν κατάκτηση τῆς Θράκης ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ἔτος 1371, ὅπως ἐπίσης στήν ἔλλειψη πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς σταθερότητας, συνέπεια τοῦ πολυετοῦς ἀνταγωνισμοῦ τῶν Βυζαντινῶν, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Σέρβων, θὰ πρέπει νά ζητηθοῦν τὰ αἴτια τῆς παρακμῆς τῆς μοναστικῆς πολιτείας τοῦ Παπικίου.

Κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Ὀθωμανικῆς κατάκτησης τὰ μοναστήρια αὐτὰ θὰ πρέπει νά λειτουργοῦσαν χωρὶς ἰδιαίτερα προβλήματα, προφανῶς λόγῳ τοῦ δυσπρόσιτου τοῦ ἐδάφους τῆς ὀρεινῆς Ροδόπης. Οἱ ἱστορικοὶ ἀναφέρουν κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο 1656-1661 τὴν καταστροφὴ μεγάλου ἀριθμοῦ Ναῶν καὶ Μονῶν, 218 καὶ 33 ἀντίστοιχα, ἀπὸ τὸν Τοῦρκο Πασά Μεχμὲτ Κιόπρογλου καὶ οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἐντάχθηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς στήν γενικότερη πολιτικὴ τῶν ἐξισλαμισμῶν. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πληθώρα τῶν μονῶν τῆς Ροδόπης στούς πρόβουνους αὐτῆς καὶ συγκεκριμένα στήν περιοχὴ βόρεια καὶ ἀνάμεσα στά χωριά Πολύανθος, Ληνός, Σώστης, Μίσχος, Ἀσώματος καὶ Θάμνα, εἶναι ἐμφανῆ τὰ ἐρείπια πολλῶν λαῶν καὶ ἄλλων προφανῶς βοηθητικῶν κτισμάτων. Ἀπὸ αὐτὰ σήμερα ἔχουν ἀνασκαφεῖ μόνο τρεῖς Ναοί καὶ δύο μοναστηριακὰ συγκροτήματα, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τίς μαρτυρίες τῶν φιλολογικῶν πηγῶν. Οἱ ἀνασκαφὲς ἔφεραν στό φῶς σημαντικὸ ἀριθμὸ ἐργαλείων καθημερινῆς χρήσης, ἐφυαλωμένα κεραμικά, εἰκονίδιο ἀπὸ στεατίτη, κοσμήματα κι ἄλλα πολυτελῆ ἀντικείμενα.

Ἔτσι στόν οἰκισμὸ Σώστης ἀποκαλύφθηκε τὸ καθολικὸ καὶ τὰ προκτίσματα τῆς δυτικῆς καὶ νότιας πλευρᾶς ἑνὸς μοναστηριακοῦ συγκροτήματος. Τὸ καθολικὸ εἶναι μία τρίκλιτη βασιλικὴ (14 Χ 7,35 μ.) γιά τὴν τοιχοποιία τῆς ὁποίας φαίνεται ὅτι χρησιμοποιήθηκαν καὶ παλαιότερα ἀρχιτεκτονικὰ μέλη. Στόν ἐνιαῖο καὶ ἰσοπλατῆ μὲ τὸν κυρίως Ναὸ νάρθηκα βρίσκεται τάφος, πιθανότατα τοῦ κτήτορα τῆς μονῆς. Ὁ κυρίως Ναός που χωρίζεται ἀπὸ δύο κιονοστοιχίες σὲ τρία κλίτη, εἶχε μαρμαροθετημένο δάπεδο. Τὸ ἱερὸ βῆμα κατέληγε σὲ τρεῖς κόγχες καὶ δύο πεσσοὶ ὅριζαν τὴν θέση τοῦ τέμπλου. Τὸ καθολικὸ θὰ πρέπει νά ἦταν διακοσμημένο μὲ τοιχογραφίες, ἂν κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὰ σπαράγματα τοιχογραφιῶν που βρέθηκαν διάσπαρτα στό μνημεῖο. Στά προκτίσματα που ἀποκαλύφθηκαν ἀνήκει ἡ μακρόστενη καὶ ξυλόστεγη τράπεζα διαστάσεων 13,9 Χ 4,8μ. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς τράπεζας θὰ πρέπει νά καταστράφηκε ἀπὸ πυρκαγιά, ἀφοῦ στόν χῶρο αὐτὸ βρέθηκαν ἀρκετὰ ἀντικείμενα που σχετίζονται μὲ τὴν χρήση του, ὅπως πινάκια, κανάτα, μαχαιρίδια, θραύσματα γυάλινων ἀγγείων καὶ ἐφυαλωμένα κεραμικὰ σκεύη. Ἡ τράπεζα φαίνεται ὅτι συνδεόταν μὲ τὸ καθολικὸ μὲ ἐπιμήκη καὶ ξυλόστεγη στοά. Στόν χῶρο αὐτὸν βρέθηκαν διάφορα σκεύη, ἀλλὰ καὶ τρία ἀπομιμήματα πράσινου στεατίτη που ἀπεικονίζουν μετωπικοὺς στρατιωτικοὺς ἁγίους. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀναγνωρίζεται ἡ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Θεόδωρου τοῦ Στρατηλάτου. Τὸ ἀνασκαμμένο πεδίο τῶν πρόκτισμάτων τοῦ μοναστικοῦ συγκροτήματος συμπληρώνουν δύο δωμάτια. Στόν χῶρο τῆς Μονῆς βρέθηκαν ἀρκετὰ νομίσματα, τὰ ὁποῖα μαζὶ μὲ τὰ ἀρχιτεκτονικὰ εὑρήματα τοποθετοῦν τὴν λειτουργία τῆς Μονῆς ἀπὸ τὸν 10ο μέχρι τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. Ἡ περίοδος τῆς ἀκμῆς της θὰ πρέπει νά τοποθετηθεῖ στόν 12ο αἰ.

Βόρεια τοῦ χωριοῦ Ληνὸς ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη ἔφερε στό φῶς μοναστηριακὸ συγκρότημα, τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσε τὸ καθολικό, μία κινστέρνα, ἡ τράπεζα κι ἄλλοι βοηθητικοὶ χῶροι. Ἡ Μονή αὐτὴ φαίνεται ὅτι λειτουργοῦσε ἀπὸ τὸν 10ο μέχρι τὸν 14ο αἰ. καὶ ἡ ἀκμὴ της τοποθετεῖται στόν 12ο αἰ. Τὸ καθολικὸ φαίνεται ὅτι κτίστηκε σὲ δύο οἰκοδομικὲς φάσεις στήν πρώτη φάση ἀνήκει ὁ τρίκλιτος κυρίως Ναὸς μὲ τροῦλο καὶ τὸ ἱερὸ βῆμα, ἐνῶ στήν δεύτερη ὁ νάρθηκας καὶ ὁ ἐξωνάρθηκας. Τὸ δάπεδο τοῦ κυρίως Ναοῦ εἶναι στρωμένο μὲ ψηφιδωτὸ μαρμαροθετημένο πλαίσιο. Κατὰ τή διάρκεια τῶν ἀνασκαφῶν διαπιστώθηκε ἡ ὓπαρξη προγενεστέρου Ναοῦ, μία τρίκλιτη βασιλική, ἐπάνω στήν ὁποία κτίστηκε ὁ κυρίως Ναός. Ἐπάνω σὲ μία μικρὴ κινστέρνα, σύγχρονη τοῦ προγενεστέρου καθολικοῦ, κτίστηκε ὁ ἐξωνάρθηκας τοῦ νεότερου καθολικοῦ. Τὸ καθολικὸ ἦταν διακοσμημένο μὲ τοιχογραφίες, σπαράγματα τῶν ὁποίων ἔχουν ἀνεβρεθεῖ κατὰ τὶς ἀνασκαφές, μὲ σπουδαιότερα αὐτὰ στά ὁποῖα ἀπεικονίζονται τὰ πρόσωπα τῶν Εὐαγγελιστῶν Μάρκου καὶ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καθὼς καὶ σπαράγματα μὲ μορφὲς τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου καὶ δύο ἀγγέλων.

Στην βορειοδυτικὴ γωνία τοῦ ἐξωνάρθηκα ἐντυπωσιάζει ἡ κινστέρνα, ἕνα ἡμιυπόγειο οἰκοδόμημα κτισμένο μὲ ἀργολιθοδομή που διακόπτεται ἀπὸ ζῶνες πλινθοδομῆς. Ἡ διώροφη τράπεζα τῆς Μονῆς βρίσκεται νότια τοῦ καθολικοῦ. Τὸ κοιμητήριο ἀναπτύχθηκε γύρω ἀπὸ τὸ καθολικὸ καὶ τὸ ἀποτελοῦσαν κιβωτιόσχημοι καὶ λακκοειδεῖς τάφοι. Ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα εὑρήματα στό μοναστηριακὸ αὐτὸ συγκρότημα εἶναι ἕνα χρυσὸ σμαλτωμένο μετάλλιο στό ὁποῖο ἀπεικονίζεται ἡ μορφὴ τῆς δεομένης Θεοτόκου.

 Στόν οἰκισμὸ Κερασιὰ ἔχει ἀνασκαφεῖ ἓνας μονόχωρος θολοσκέπαστος σταυροειδὴς ναός, ποὺ χρονολογεῖται τὸν 11ο - 12ο αἰ.  καὶ φαίνεται ὅτι κτίστηκε μὲ πέτρα ἀπὸ τὰ γύρω βουνά. Ἐξωτερικὰ τὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ Ναοῦ σχημάτιζε προεξέχουσα κόγχη. Τὸ δάπεδο ἦταν στρωμένο μὲ μαρμάρινες πλάκες. Στόν ἡμικύλινδρο τῆς κόγχης ἔχουν σωθεῖ λείψανα τοιχογραφημένης ἐπιφάνειας, στοιχεῖο που μαρτυρεῖ τὴν ὓπαρξη τοιχογραφικοῦ διακόσμου.

Νοτιοδυτικὰ τοῦ οἰκισμοῦ Κερασιὰ βρίσκεται μονόχωρος Ναός που ἀποτελοῦσε τὸ καθολικὸ Μονῆς καὶ χρονολογεῖται στά τέλη τοῦ 11ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰ. Στόν ἴδιο χῶρο ἔχουν βρεθεῖ βοηθητικὰ κτίσματα καὶ ὁ περίβολος τῆς Μονῆς. Τὸ τρουλλαῖο καθολικὸ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα, τὸν κυρίως Ναὸ καὶ τὸν νάρθηκα καὶ εἶναι κτισμένο μὲ πέτρες τῆς περιοχῆς. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ νάρθηκας που εἶναι πλατύτερος ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο κτίριο καὶ ἐφάπτεται ἁπλῶς μὲ τὸν κυρίως Ναό. Στίς ἡμικυλινδρικὲς κόγχες τοῦ κυρίως Ναοῦ ἔχουν σωθεῖ λείψανα τοιχογραφιῶν.

Τέλος, στόν οἰκισμὸ Σώστης τῆς Ροδόπης ἀνασκάφθηκε μονόχωρος Ναὸς (8,25 Χ 6μ.) παρόμοιος ἀπὸ ἀρχιτεκτονικὴ ἄποψη μὲ αὐτὸν τῆς Κερασιᾶς. Ἔχει σωθεῖ ὅμως, μόνο τὸ βόρειο καὶ ἀνατολικὸ του τμῆμα, μέρος τοῦ μαρμαροθετημένου δαπέδου του, καθὼς καὶ μαρμάρινα μέλη ἀπὸ θωράκια τοῦ τέμπλου. Ὁ Ναὸς χρονολογεῖται τὸν 11ο - 12ο  αἰ.

Ἀπὸ τὰ κινητὰ εὐρήματα τῶν ἀνασκαφῶν στό Παπίκιο ἐντυπωσιάζει τὸ χρυσὸ δαχτυλίδι-σφραγῖδα τῆς αὐτοκράτειρας Μαρίας Βοτανειάτη που βρέθηκε βόρεια τοῦ καθολικοῦ στό Ληνό. Ἡ αὐτοκράτειρα εἶναι πιθανὸ νά θάφτηκε στόν χῶρο αὐτό, ἀφοῦ τὸ δακτυλίδι βρέθηκε μαζὶ μὲ λίγα ἄλλα εὑρήματα σὲ κτιστὸ κιβωτιόσχημο τάφο.