ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο ἡ ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια τῆς σημερινῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαρωνείας καὶ Κομοτηνῆς ὑπήγετο στὴν Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὴν περίοδο ἐκείνη ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως λειτουργοῦσαν οἱ Ἐπισκοπὲς Μαρωνείας καὶ Μαξιανουπόλεως-Μοσυνοπόλεως. Ἀρχαία, βυζαντινὴ καὶ νεώτερη Μαρώνεια Ἀρχαιότατη εἶναι ἡ πόλη τῆς Μαρώνειας. Ἡ οἴκησή της ἀναφέρεται ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Μυθολογία, στὴν περιοχὴ αὐτὴ ὁ πολυμήχανος Ὀδυσσέας, ἥρωας τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν, πρόσεφερε στὸν τρομακτικὸ Κύκλωπα τὸν περίφημο οἶνο τῆς Μαρώνειας. Ἀλλὰ πρὶν τὴν ἀρχαϊκὴ Ἑλληνικὴ Μαρώνεια, ποὺ φαίνεται νὰ ἦταν ἀποικία τῆς Χίου κατὰ τὸν πρῶτο ἑλληνικὸ ἀποικισμό, ὁ τόπος ἐκατοικεῖτο, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἄφθονες μεγαλιθικὲς κατασκευές, κοντὰ στὴν ἀκτή. Ἡ Μαρώνεια ἀποτελοῦσε μία ἀπὸ τὶς κύριες πόλεις τῆς Θρακικῆς Χαλκιδικῆς, ὅπως ὀνόμαζαν οἱ Ἕλληνες γεωγράφοι τὴν ἐκτεταμένη πεδιάδα ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν Στρυμόνα καὶ φθάνει στὸν Ἕβρο ἔχοντας νότια τὸ Θρακικὸ Πέλαγος καὶ περιβαλλόμενη βόρεια ἀπὸ τοὺς ὀρεινοὺς ὄγκους τῆς Ροδόπης. Μαρώνεια καὶ Κομοτηνὴ ὁρίζουν ἀπὸ Βορρᾶ καὶ Νότο ἕνα σημαντικὸ καὶ εὔφορο τμῆμα τῆς Θρακικῆς Χαλκιδικῆς. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶναι γνωστὸ πότε οἱ κάτοικοι δέχθηκαν τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα, ὡστόσο γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. ἀναπτύσσεται ἐκεῖ χριστιανικὴ κοινότητα καὶ ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα ἀναφέρεται ὡς ἐπισκοπή, ὑπαγόμενη στὴν Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως. Στὴ συνέχεια ὁ ἐπίσκοπος Μαρωνείας παίρνει μέρος στὶς Γ’ καὶ Δ’ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὴν ἐποχὴ αὐτή, πολὺ πιθανὸν λόγῳ τῆς αὐξήσεως τοῦ πληθυσμοῦ της, ἡ Μαρώνεια προήχθη σὲ Ἀρχιεπισκοπή, ἐξαρτωμένη ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Τὸ 1365 προήχθη σὲ Μητρόπολη, ἐνῶ ἀργότερα, λόγῳ δημογραφικῶν προφανῶς προβλημάτων, ἐξέπεσε σὲ ἁπλὴ Ἐξαρχία. Τὸ 1646, τὴν ταραχώδη ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας, μὲ συνοδικὸ τόμο ἐπανῆλθε στὸ ἐπίπεδο τῆς Μητροπόλεως ἐπὶ πατριάρχου Ἰωαννικίου Β’ ὁπότε προσαρτήθηκαν στὴν δικαιοδοσία της μέχρι τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰώνα, τὰ νησιὰ Θάσος καὶ Σαμοθράκη. Τὰ ἄφθονα ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα τῆς ἀρχαίας καὶ τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς μαρτυροῦν τὸν πλοῦτο καὶ τὴν σπουδαιότητα τῆς πόλης, ὅπου ἡ ἑλληνικὴ παρουσία εἶναι συνεχὴς καὶ ἀδιάσπαστη. Ὡστόσο, μετὰ τὴν τουρκικὴ κατάκτηση οἱ πειρατικὲς ἐπιδρομὲς ἀνάγκασαν τοὺς κατοίκους της, περὶ τὸ 1513, νὰ μεταφέρουν τὴν πόλη ἀπὸ τὴν ἀκτὴ στὶς πλαγιὲς τοῦ ἀρχαίου ὄρους Ἴσμαρος. Ἔχει, λοιπόν, ἡ Μαρώνεια, ποὺ ὑπῆρξε γιὰ αἰῶνες ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, συνεχῆ ζωὴ 27 αἰώνων. Ἡ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τῆς Μητροπόλεως ἀπὸ τὴν Μαρώνεια στὴν Κομοτηνὴ ἔγινε πιθανότατα περὶ τὰ τέλη τοῦ 16ου ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα.