«ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
Κουρασμένος ὁ Πέτρος, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἀνδρέα, ἔραβαν τά δίχτυά τους στήν ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γεννησαρέτ. Ἡ προηγούμενη βραδιά, ἐκτός ἀπό ἐξαντλητική, ἦταν συνάμα καί ἀπογοητευτική παρόλη τήν κοπιώδη προσπάθεια, οἱ ἔμπειροι ψαράδες δέν ἔπιασαν τίποτα. Κι ἐνῶ ἡ κούραση καί ἡ θλίψη ἦταν πρόδηλες, ἔρχεται ὁ γνωστός τους ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο Διδάσκαλος καί ζητᾶ μιά χάρη. Ἦταν τόσος πολύς ὁ κόσμος πού τόν ἀκολουθοῦσε, ὥστε ὁ μόνος τρόπος νά καταφέρει νά τούς μιλήσει ἦταν νά καθίσουν ὅλοι στήν ἀμφιθεατρική πλαγιά τοῦ λόφου πού κατέληγε στή λίμνη καί Ἐκεῖνος μέσα ἀπό κάποιο πλοιάριο νά τούς ἀπευθύνει λόγους σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τήν ἀκτή. Κι ἀπ' ὅλα τά πλοιάρια ὁ Διδάσκαλος διάλεξε αὐτό τοῦ Πέτρου.
Χωρίς ἀντίρρηση, παρ' ὅλη τήν κούραση καί τή στενοχώρια του, ὁ Πέτρος ξανοίγεται λίγο καί ἐξυπηρετεῖ τόν Χριστό. Κι ὅταν Ἐκεῖνος τελειώνει τήν διδασκαλία, ὁ Πέτρος ἀκούει τόν Διδάσκαλο νά τοῦ δίνει μία ἀπροσδόκητη ἐντολή μέρα μεσημέρι: «Ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος καί χαλάσατε τά δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν». Ποῦ ἀκούστηκε ἐπαγγελματικό ψάρεμα μές στό καταμεσήμερο; Τή στιγμή μάλιστα πού ἡ προηγούμενη βραδιά ἀποδείχθηκε τόσο ἄκαρπη καί τό μάζεμα τῶν διχτυῶν εἶχε μόλις τελειώσει ὥστε νά εἶναι ἕτοιμα γιά τή νέα νυκτερινή ἐξόρμηση.
Κι ὅμως, ὁ Πέτρος, ἄν καί κατάκοπος καί ἀπογοητευμένος, ἄν καί ἔμπειρος ψαράς, ὑπάκουσε μέ πολύ σεβασμό τόν Διδάσκαλο, ἐκφράζοντας μόνο μία μικρή ἐπιφύλαξη γιά τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐνέργειας. Κι ἐκεῖ εἶναι πού διαψεύδεται πανηγυρικά. Τά δίχτυα του, πού πρίν τά εἶχαν σκίσει οἱ βράχοι καί τά ξύλα τοῦ βυθοῦ τῆς λίμνης, τώρα τοῦ τά σκίζει τό ὑπερβολικό βάρος τῶν ψαριῶν πού πέρα ἀπό κάθε προσδοκία εἶχαν ἐγκλωβισθεῖ σ’ αὐτά. Πέρα καί πάνω ἀπό κάθε λογική ἀρχή τῆς ἁλιευτικῆς τέχνης, τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης, τῶν φυσικῶν ὅρων, συμβαίνει αὐτό πού μέ κανένα τρόπο δέν ἀναμενόταν. Γιατί; Ἐξ’ αἰτίας τῆς εὐλογίας καί τῆς ὑπακοῆς.
Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι μέ ἀπόλυτη ἐπιστημονικότατα καί ἄψογη λογική σχεδίασαν πλάνα, κατάρτισαν προγράμματα, ἐπιχείρησαν τήν ὑλοποίηση μεγάλων ὁραμάτων. Καί πάμπολλες φορές ἀπροσδόκητα ἀπέτυχαν, σέ σημεῖο πού νά προέλθει τό παροιμιῶδες «Ὁ Θεός βλέπει τά προγράμματα τῶν ἀνθρώπων καί γελάει». Γι' αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι παλαιότερα, μέ ὅ,τι κι ἄν καταπιάνονταν, συνήθιζαν νά λένε καί τό πίστευαν: «Πρῶτα ὁ Θεός». Ὁ ἀγώνας μας, ὡς χριστιανῶν, ἔγκειται στό νά ἑλκύσουμε μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας τή θεία εὐλογία.