Super User

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

«Η ΟΡΘΗ ΠΙΣΤΗ»

  Ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει στή σημερινή Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας τόν θρίαμβο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως «κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων». Καί μάλιστα ὄχι μόνον ὅσων ἀνεφύησαν στό παρελθόν, ἀλλά καί ὅσων ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν ἤ θά ἀναφανοῦν στό μέλλον! Εἶναι κυρίαρχη ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μὲ τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ὅσοι πολέμιοι καί ἄν ἀναφανοῦν, ὅσες μεθόδους καί ἄν μηχανευθοῦν, ἡ Ἐκκλησία θά μένει εἰς τόν αἰώνα ὡς τό ἀσφαλές καταφύγιο τῶν ἀνθρώπων, λιμάνι σωτηρίας καί σκάλα πρός τόν οὐρανό. Κι αὐτό τό ἔχει ἀναδείξει ἡ μέχρι τώρα ἱστορία! Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα προβάλλεται ἡ ἐμπειρία ὡς ὁ καλύτερος τρόπος νά γευθεῖ κανείς τήν πίστη. Παρουσιάζεται τό παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, ὁ ὁποῖος ἄν καί ἕτοιμος καί ἐπιθυμώντας νά συναριθμηθεῖ στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἀπό συστολή δίσταζε. Τόν διευκολύνει λοιπόν ὁ Χριστός καί τόν καλεῖ νά γίνει μαθητής του. Κι αὐτός, ἀφοῦ πεῖ τό ὁλοπρόθυμο «ναί», φροντίζει καί γιά τόν φίλο του, τόν Ναθαναήλ, λέγοντας «εὑρήκαμε τόν Μεσσία». Κι ὁ Ναθαναήλ ὄχι ἀπό ἀπιστία, ἀλλά ἐπειδή ἤθελε νά διασταυρώσει τά ὅσα τοῦ ἔλεγε ὁ Φίλιππος μέ τά ὅσα γνώριζε διδασκόμενος τήν πατρική του πίστη, καλόπιστα ἀπαντᾶ «Ἐκ Ναζαρέτ δύναται τί ἀγαθόν εἶναι;». Τότε ὁ Φίλιππος δίνει ἀμέσως τήν καλύτερη ἀπάντηση: «Ἔρχου καί ἴδε»! Ἔλα νά δεῖς μόνος σου. Ἔλα νά ζήσεις. Ἔλα νά ἐρευνήσεις καί θά δεῖς. Ἡ ἀληθινή πίστη δέν ἔχει τίποτε νά κρύψει, δέν ἔχει τίποτε νά φοβηθεῖ, δέν ἔχει τίποτε νά διστάσει. Ὅταν ὁ Ναθαναήλ φθάνει νά συναντήσει τόν Χριστό, Ἐκεῖνος τόν προσφωνεῖ μέ τό «ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν». Κι αὐτό ἦταν ἀρκετό γιά νά ὁμολογήσει ὁ Ναθαναήλ «Σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ» καί νά καταστεῖ ἕνας ἀπό τούς πλέον φλογερούς Ἀποστόλους! Γνωρίζει ὁ Χρίστός πότε ὁ καθένας εἶναι ἕτοιμος νά τόν ὁμολογήσει ὡς Κύριό του καί Θεό του. Δέν ὑποχρεώνει, δέν ἐκβιάζει, δέν βιάζεται. Ὡς φίλος περιμένει ζητώντας καί ἀπό ἐμᾶς νά συνεργαζόμαστε μαζί του γιά τήν ἐπιστροφή καί την σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας.   ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ  

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία δέν ἀντιμετωπίζεται μέ τήν λήθη καί δέν κρύβεται μέ τήν σιωπή, καθώς ἀπό μονή της πολλές φορές βόα καί εἶναι προφανής! Πώς κρύβεται καί πῶς ἐξαφανίζεται ὥστε νά μή μᾶς ἐλέγχει; Μέ τή συγχωρητικότητα! Συγχωρῶ, δηλαδή ὄχι ἁπλῶς ἀνέχομαι, ἀλλά διαγράφω, ξεχνῶ καί δέν ἀφήνω νά ἐπηρεάσουν τήν ἀγάπη μου πρός τόν ὅποιο ἄνθρωπο, τά ὅποια παραπτώματά του. Δέν ἀντιπαρέρχομαι συγκαλύπτοντας τήν ἁμαρτία τοῦ ἄλλου, ἀλλά ἐπενεργῶ θετικά, ὥστε νά ἐκλείψει ἡ ἐκτροπή καί νά ἀποκατασταθεῖ ἡ κατάσταση εἰρήνης καί ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Τότε καί μόνον τότε, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός συγχωρεῖ καί τά δικά μου ἁμαρτήματα καί τά ἐξαφανίζει, ὥστε νά μήν καταστοῦν φανερά «ἐν ἡμέρα κρίσεως» ἐνώπιον ἀγγέλων καί ἀνθρώπων! Ἀλλά καί ὅ,τι καλό, ξεκινώντας ἀπό τήν πρακτική ἀρετή τῆς νηστείας, μᾶς καλεῖ τό σημερινό Εὐαγγέλιο νά τό ἀσκοῦμε στά κρυφά, δηλαδή κατά τέτοιο τρόπο ὥστε νά μήν τό ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι. Ὅσο πιό γρήγορα, λοιπόν, κρύβουμε ἤ, ἀκόμη καλύτερα ξεχνᾶμε, τό ὅποιο καλό ἐργασθήκαμε, τόσο πιό ἀσφαλεῖς θά εἴμαστε ἀπό τόν ἑαυτό μας τόν ἴδιο, ἀλλά καί ἀπό τόν συνήθως ψεύτικο καί πάντως προσωρινό ἔπαινο τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, πού ἔρχεται γιά νά μᾶς στερήσει τόν αἰώνιο καί οὐσιαστικό ἔπαινο τοῦ Θεοῦ! Ὁ λαός μας λέει «κᾶνε τό καλό καί ριξ’ τό στό γυαλό»! Δηλαδή, τό καλό πού θά κάνεις κρύψ’ τό τόσο καλά, ὥστε νά ἐξαφανιστεῖ. Δέν ἐξαφανίζεται βεβαίως τό καλό. Ἁπλῶς δέν ἐκτίθεται στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι πάντα νά διαστρέψουν ὅ,τι ἔγινε, νά παρεξηγήσουν προθέσεις, νά παρερμηνεύσουν κίνητρα καί σκοπούς καί τελικά νά μήν καταλάβουν. Ὁ μισόκαλος, πατήρ τοῦ ψεύδους ἔχει τήν ἱκανότητα νά ἐμπνέει πόλεμο κατά τοῦ ὅποιου καλοῦ κι ἐμεῖς δέν ἐπιτρέπεται νά τόν διευκολύνουμε σέ αὐτό. Στό τέλος τῆς σημερινῆς περικοπῆς ὁ Χριστός μᾶς μιλᾶ γιά θησαυρό. Ὄχι ἐπίγειο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἀποτελέσει ἀγώνα ζωῆς γιά ν’ ἀποκτηθεῖ, μετά καθίσταται ἀγωνία γιά τούς κυρίους του, καθώς τούς πνίγει ὁ φόβος μήν τόν χάσουν, μήν τόν βροῦν καί τούς τόν ἁρπάξουν. Μιλᾶ γιά οὐράνιο θησαυρό, ἀποτελούμενο ἀπό ὅσα ἀγαθά ἐργάστηκε ὁ ἄνθρωπος στή ζωή του, ὁ ὁποῖος δέν κινδυνεύει ἀπό κλέφτες, φθορά, ἀνώμαλες οἰκονομικές συγκυρίες, ἀλλά προσαυξάνεται μέ τεράστιο ἐπιτόκιο, ἀκριβῶς γιατί ὁ χριστιανός ἀγαθοεργεῖ «ἐν τῷ κρυπτῶ», ὑποχρεώνοντας ἔτσι τόν Θεό νά ἀνταποδώσει ἀσφαλῶς τά ἀπείρως πολλαπλάσια στήν αἰωνιότητα.              

 ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω, παρουσιάζει αὐθεντικό τόν λόγο τοῦ Κυρίου μας περί τῶν ἐσχάτων. Γιατί σήμερα αὐτό τό κείμενο; Διότι προηγήθηκαν πολλές περικοπές μέ κορυφαῖες τίς δύο προηγούμενες, τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, οἱ ὁποῖες παρουσιάζοντας γλαφυρά τήν θεία ἀγάπη, μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσουν στό νά παραθεωρήσουμε τήν θεία δικαιοσύνη. Περιγράφεται, λοιπόν, σήμερα, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός, γιά νά κατανοήσουμε ὅτι κανείς δέν ξεφεύγει ἀπό τή θεία δικαιοσύνη, ἀλλά καί γιά νά προβληματιστοῦμε γόνιμα, γιά τό μόνο γεγονός πού ἀποτελεῖ ἀφορμή ἀνησυχίας, ὄχι ἀγωνίας, στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τό πώς θά σταθεῖ ἐνώπιόν τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου καί θά δώσει «τήν καλήν ἀπολογίαν». Ποιό τό παράξενο στήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πουθενά δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτιῶν καί παραπτωμάτων, ἀλλά φαίνεται τά πάντα νά ἐξαρτῶνται ἀπό τή στάση τοῦ καθενός μας ἔναντι τοῦ ἄλλου, τοῦ ἐμπερίστατου ἀδελφοῦ, τοῦ πλησίον. Γιατί δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτίας; Ἄς θυμηθοῦμε τό πώς συντελέστηκε τό προπατορικό ἁμάρτημα καί εἰσῆλθαν ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος στόν κόσμο. Ὁ ἀρχεκακος ὄφις ἀπομονώνει τήν Εὕα καί τήν παρασύρει σέ συζήτηση μαζί του. Ἡ Εὕα ἀντί νά καλέσει τόν Ἀδάμ, ὥστε ἑνωμένο τό ἀνθρώπινο γένος νά ἀντιμετωπίσει τήν πειρασμική προσβολή, συνεχίζει μόνη της ἕνα διάλογο μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν ἀλλοίωση τῆς ἀντίληψης τοῦ ἀνθρώπου περί τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καί τῆς σκοπιμότητας τοῦ νόμου του. Ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας ἦταν ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῶν Πρωτοπλάστων, τῆς συνάφειας τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, τῆς ἀγαπητικῆς ἐξάρτησης τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο! Φυσική λοιπόν, ἦταν ἡ συνέχεια καί ἐξέλιξη τῆς ἁμαρτίας, ὅταν ἡ Εὕα καί πάλι μόνη της ἀγνοώντας τόν Ἀδάμ καί ἀκυρώνοντας τήν παρουσία του, ὄχι μόνον γεύεται τόν καρπό τοῦ δένδρου τοῦ «γνῶναι καλόν ἡ κακόν», ἀλλά τόν προσφέρει καί στον Ἀδάμ. Αὐτή τήν διάσταση τῆς ἁμαρτίας ἔρχεται νά θεραπεύσει ἡ σημερινή περικοπή. Ἀντιστρέφει τήν διαδικασία τῆς πτώσης καί προτάσσει τό γεγονός τῆς ἀγαθῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο, ὡς ἀπαρχή καί ἐπιβεβαίωση τῆς ἀγαθῆς του πορείας πρός τόν Θεό Πάτερα. Ὅποιος συντηρεῖ τήν διάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν συνάνθρωπο, δέν μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος γράφει: «Ἄν πεῖ κανείς ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεό καί ταυτόχρονα μισεῖ τόν ἀδελφό του, αὐτός εἶναι ψεύτης. Διότι ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, τόν ὁποῖον βλέπει, πῶς εἶναι δυνατό ν΄ ἀγαπᾶ τόν Θεό ποῦ δέν Τόν ἔχει δεῖ ποτέ;».                                                                                                                                                                                                      

  ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Σήμερα τό Εὐαγγέλιο παρουσιάζει μέσα ἀπό τήν γνωστότερη, ἴσως, παραβολή τοῦ ἀσώτου, τόν παραλογισμό τῆς ἁμαρτίας. Ὁ νεώτερος γιός ἀπευθύνεται στόν πατέρα του μέ τρόπο ἐπιτακτικό καί, χωρίς καν νά παρακαλέσει, τόν προστάζει νά τοῦ δώσει ὅ,τι τοῦ ἀναλογεῖ ὡς μερίδιο ἀπό τήν πατρική περιουσία! Πῶς ἀντιδρᾶ ὁ πατέρας; «Διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον»! Μοιράζει τήν περιουσία καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ ἀπαιτητικός γιός δέν παίρνει ἀπό λόγια, δέν θά τόν ὠφελοῦσε ἡ θεωρητική συμβουλή, ἀλλά πρέπει νά πάθει γιά νά μάθει, ὥστε στή συνέχεια νά θεραπευθεῖ! Συνακόλουθα, ὁ νεώτερος γιός ἔχοντας ἐμπιστοσύνη μόνο στόν ἑαυτό του καί θεωρώντας ὅτι ὅλα τά μπορεῖ, «μετ’ οὐ πολλάς ἡμέρας συναγαγῶν ἅπαντα ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Πραγματώνεται ἔτσι, τό πρῶτο βῆμα πρός τήν ἁμαρτία, αὐτό πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «ἀναχώρηση», δηλαδή ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά του.

Ποιά ἡ συνέχεια; Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες κι ὅπως περιγράφεται στήν παραβολή, ἀκολουθεῖ ἡ ἀθλιότητα. Πάντα ἡ ἁμαρτία προκαλεῖ πνευματική κατάντια, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν προσβολή τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου. Τό δόλωμα μιᾶς κάποιας ἀρχικῆς ἡδονῆς τό ἀκολουθεῖ τό ἀγκίστρι τῆς ὀδύνης, τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου. Ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ κόλαση βιώνεται μόνο στήν ἄλλη ζωή, κάνει πολύ μεγάλο λάθος. Ἡ ἐμπειρία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ βίωση τῆς κόλασης καί ἡ θεώρηση τῆς ζωῆς ὡς μιᾶς φρίκης χωρίς τέλος. Πῶς ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ὄλ’ αὐτά; Ἡ παραβολή μᾶς λέει ὅτι ὁ ἄσωτος «εἶλθε εἰς ἑαυτὸν», δηλαδή συνειδητοποίησε τήν κατάστασή του, ὄχι τόσο τῆς ὑλικῆς, ἐξωτερικῆς ἐξαθλίωσης, ὅσο τῆς ἐσωτερικῆς, πνευματικῆς κατάντιας, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἐγωιστικῶν ἐπιλογῶν. Ξεκινᾶ ἔτσι ἡ μεταμέλεια, μία ἄγουρη, πρώτη μορφή μετάνοιας, πού ὅμως, πρέπει νά ἐξελιχθεῖ καί νά ὡριμάσει, γιατί ἀλλιῶς ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά ἐγκλωβισθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν αὐτολύπηση καί σ’ ἕναν ἰδιότυπο ἐγωισμό θλίψης γιά τά ἄστοχα λάθη στά ὁποῖα περιέπεσε κι ὄχι ἐπειδή πίκρανε τόν Ἅγιο Θεό. Τί κάνει στή συνέχεια ὁ ἄσωτος; Ἐπανέρχεται στήν οἰκία τοῦ πατρός! Δέν καταφεύγει ὁπουδήποτε τοῦ ὑπόσχονται ἀνακούφιση, ἀλλά ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ βεβαιότητα τῆς ἀνάπαυσης. Κι ἐπανέρχεται ἀποφασισμένος νά ὁμολογήσει τό λάθος καί νά διαρρήξει τή σχέση μέ τό παρελθόν του. Τί συμβαίνει μετά; Πραγματοποιεῖται ἡ ἀποκατάστασή του, μέσα ἀπό ἕναν ὑπέροχο διάλογο μεταξύ τοῦ συνειδητοποιημένου γιοῦ καί τοῦ πάντα ἀναμένοντος Πατέρα. Μεταμέλεια, ἐπάνοδος, ἀποκατάσταση, τά τρία στάδια τῆς μετάνοιας πού σημασιοδοτοῦν τήν πνευματική ζωή καί ὡριμότητα.   ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Εἶναι γνωστή καί οἰκεία ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου σημασιοδοτεῖ τήν ἔναρξη τῆς πιό πνευματικῆς περιόδου τοῦ ἔτους, τῆς περιόδου τῆς προετοιμασίας μας γιά τήν μεγαλύτερη ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Πάσχα. Κι ἡ περίοδος αὐτή παίρνει τό ὄνομά της ἀπό τό λειτουργικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας πού ὀνομάζεται «Τριώδιο», καθώς ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ξεκινᾶ ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς πού διαβάζεται ἡ σημερινή παραβολή καί ἐκτείνεται μέχρι τήν παννυχίδα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ἀκριβῶς δέ ἐπειδή ἡ περίοδος αὐτή εἶναι ἀφορμή ἐντατικότερης καί θερμότερης προσευχῆς, γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας ξεκινᾶ τήν περίοδο μέ τή διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ γιά τόν τρόπο τῆς θεάρεστης προσευχῆς. Κι ἡ διδασκαλία αὐτή ἐμπεριέχεται σέ μιά ἱστορία, στή διδακτικότατη αὐτή παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου. Κύριο χαρακτηριστικό της, ἡ μέ ἁπλό τρόπο ἐπισήμανση τῶν πνευματικῶν κινδύνων πού ἀναιροῦν τήν προσευχή καί τήν μετατρέπουν σέ προσβολή πρός τόν Ἅγιο Θεό ἤ, ἀκόμη χειρότερα, σέ ἱεροσυλία. Συνάμα παρατίθεται ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἡ προσευχή φθάνει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καθίσταται θεάρεστη κι ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος χαριτώνεται καί πορεύεται τήν ὁδό τῆς Ἁγιότητας καί τῆς Θεώσεως. Σάν νά εἶχε κατά νοῦ τόν ἄνθρωπο τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα ὁ Χριστός μας ὅταν περιέγραφε πρίν δύο χιλιάδες χρόνια τόν Φαρισαῖο! Ἀπερίφραστα καί ξεκάθαρα ὁ Χριστός τονίζει πώς ὁ Φαρισαῖος, ἄν καί βρισκόταν μέσα στόν Ναό, δέν προσευχόταν στόν Θεό, ἀλλά στόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο εἶχε εἰδωλοποιήσει. Γι’ αὐτό καί ἡ γεμάτη ἔπαρση κι ἐπίδειξη προσευχή. Ἐγώ νηστεύω, προσεύχομαι, δίνω ἐλεημοσύνη, δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους. Πουθενά ἡ προοπτική της Οὐρανίου Βασιλείας, πουθενά ἡ προοπτική τῆς αἰωνιότητας, πουθενά ἡ ἀναφορά στόν Πάτερα καί τοὺς ἀδελφούς, μᾶλλον κυρίαρχη ἡ κατάργηση τοῦ Πάτερα καί ἡ ἀπαξίωση τῶν ἀδελφῶν. Ἡ ἐποχή μας μᾶς καταντᾶ αὐτοκαταστροφικούς. Μᾶς καθοδηγεῖ νά πιστέψουμε μόνον στόν ἀτελή καί ἀδύναμο ἑαυτό μας. Μᾶς ἀρνεῖται τήν προοπτική της πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς ἐξάρτησής μας ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀγάπη του. Μᾶς ἐγκλωβίζει στό «ἐδῶ καί τώρα» φορτώνοντάς μας μέ δισεπίλυτα προβλήματα, ὥστε νά ἀπασχολούμαστε διαρκῶς μέ αὐτά, νά χάνουμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας καί νά στερούμαστε τήν ἀναφορά μας στήν πηγή τῆς ζωῆς καί αἰτία τῆς ὕπαρξής μας. Σέ ὅλα αὐτά, μία εἶναι ἡ σωτήρια ἀντιμετώπιση. Τό γονάτισμα μας καί ἡ γεμάτη συντριβή καί μετάνοια τελωνική προσευχή: «Ὁ Θεός, ἰλασθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»!                                ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Ἀρχικά τά ἔχασαν ἀκόμη καί οἱ μαθητες. Ὁ Κύριος δέ θέλει οὔτε ἕνα λόγο ν’  ἀπευθύνει στήν πονεμένη μητέρα ἡ ὁποία τρέχει πίσω του καί τόν ἱκετεύει γιά τήν δύστυχη κόρη της. Πέφτει στή γῆ, προσκυνᾶ καί ἐπαναλαμβάνει: «Κύριε βοήθει μοι». Ἀπό ποῦ ἀντλεῖ τήν δύναμη γιά μιά τέτοια στάση; Ἀναμφίβολα ἡ γυναίκα αὐτή κινεῖται ἀπό τήν ἀγάπη. Ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ της τήν πλημμυρίζει. Ποθεῖ ὁλόψυχα νά τό λυτρώσει ἀπό τή δαιμονική κυριαρχία καί εἶναι ἔτοιμη νά κάνει τό πᾶν γι’ αὐτό. Ἡ δύναμη τῆς στοργῆς ὁπλίζει τόν ἄνθρωπο μέ γρανιτένια θέληση. Τίποτα δέ λυγίζει τήν πραγματική ἀγάπη. Ἡ γυναίκα ἀρχικά συναντάει μιά περίεργη σιωπή στήν ἱκεσία της.  Σέ λίγο ἀκούει λόγια παράδοξα, σκληρά.  Ὅμως δέν ὀπισθοχωρεῖ.  Πλησιάζει τόν Χριστό ἀκόμη πιό πολύ, γονατίζει μπροστά του.  Ἡ πρώτη της κίνηση εἶναι μία παράκληση στὸν εὐλογημένο προφήτη, «στὸν υἱὸν τοῦ Δαυίδ». Ἡ δεύτερη, προσκύνηση, δέηση στὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, στὸν «Κύριο». «Κύριε, βοήθει μοί». Αὐτὴ τὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου τῆς πίστεως ἐπιδιώκει ἡ φαινομενικὴ διστακτικότητα τοῦ Χριστοῦ. Πολλὲς φορὲς συμβαίνει ὁ Θεός νὰ σιωπᾶ γιὰ ἕνα μικρὸ ἢ μεγάλο διάστημα καὶ στὶς δικές μας ἱκεσίες. Περνοῦν οἱ μέρες καὶ καμμιὰ ἀπάντηση.  Ὦ Θεέ μου, τὸ παιδί μου πῆρε τὸν δρόμο τὸν κακό, ὀδύρεται ἡ μητέρα, ἔμπλεξε μὲ παρέες, ξενυχτάει, ἁμαρτάνει, «κακῶς δαιμονίζεται». Χριστέ μου, βλέπεις τὴν στέρησή μας, ψελλίζει ὁ βιοπαλαιστὴς οἰκογενειάρχης. Πές μου, τί θὰ γίνει; Βγάλε με ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο. Ὁ Θεὸς σιωπᾶ. Κάποτε μάλιστα, ἐνῶ προσευχόμαστε, βλέπουμε τὰ πράγματα νὰ ἐξελίσσονται στὸ χειρότερο. Καὶ ἀποροῦμε καὶ κλονιζόμαστε.  Δὲν μᾶς ἀκούει ὁ Θεός, μᾶς ἐγκατέλειψε; Βλέποντας, ὅτι δὲν εἰσακούεται, ἀντὶ νὰ σταματήσει, ἡ πονεμένη μάνα, κάνει πιὸ εὐλαβικὴ τὴ στάση της. Ἱκετεύει, πέφτοντας μὲ τὸ  πρόσωπο στή γῆ. Στὸ κορύφωμα τῆς ἀγωνίας της ἀκούει τὸν Χριστὸ νὰ λέει: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξω στὰ σκυλάκια». Κι ὅμως αὐτή, μὲ τὴ διαίσθηση τῆς ἀγάπης της, νοιώθει τὶς διαθέσεις τοῦ Χριστοῦ· καὶ μὲ λεπτὸ χιοῦμορ, γεμᾶτο διακριτικότητα, παρατηρεῖ: «Ναί, Κύριε, ἀλλά καὶ τὰ σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους». Καί ἐγώ ψίχουλα ζητῶ. Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἀποκαλύπτει ἕνα μυαλὸ εὔστροφο, μιὰ καρδιὰ συνετή, ἕνα πρὸσωπο πού μπορεῖ νά φωτίζεται ἀπό τήν ἐλπίδα καί νά χαμογελᾶ ἀκόμη καί στό σκοτάδι.  Ὁ Χριστός μπροστά στή πίστη αὐτή τῆς λέει: «Γυναίκα, μεγάλη εἶναι ἡ πίστις σου, ἄς γίνει γιά σένα ὅπως θέλεις».   ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Τό πρόσωπο τοῦ οἰκοδεσπότου ἀλλάζει. Μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη ἦταν ὁλοφώτεινο καί πλουσιοπάροχα ἔδινε συγχαρητήρια καί βραβεῖα, καθώς ἄκουγε τόν εὐλογημένο ἀπολογισμό τῶν δύο δούλων του, πού φιλότιμα ἐργάσθηκαν καί διπλασίασαν ὅσα τούς εἶχε ἐμπιστευθεῖ. Ὅμως τώρα μέ τόν τρίτο ἡ μορφή του γίνεται αὐστηρή. Ἀμείλικτα εἶναι τά λόγια του : «Πάρτε ἀπ’ αὐτόν τό τάλαντο...». Ὅταν ὁ Κύριος ζωγράφιζε τόν «ἀχρεῖον δοῦλον» εἶχε ἀναμφίβολα ὑπ’ ὄψιν του τήν στάση τῶν γραμματέων καί φαρισαίων τῆς ἐποχῆς του ἔναντι τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καμάρωναν, ὅτι τόν διατηροῦσαν ἀναλλοίωτο καί ἀσφαλῆ. Ἐνῶ στήν οὐσία τόν κρατοῦσαν ἀνενέργητο. Φύλαγαν τό γράμμα καί ἔχαναν τό πνεῦμα. Φυλάκιζαν τήν δυναμική ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέσα στό κλειστό μυαλό τους καί τήν κλειστή καρδιά τους. Καί τήν παρέλυαν. Τήν στεροῦσαν ἀπό ζωή καί σφρῖγος. Θρησκευτική πίστη χωρίς τόλμη, χωρίς ἀνοικτό ὁρίζοντα, χωρίς δημιουργική δράση, χωρίς πράξη, εἶναι νεκρά. Ἡ παραβολή ὅμως μέ τά πολλαπλά μηνύματά της διατηρεῖ καί μία γενικώτερη ἐπικαιρότητα. Τό βασικό σφάλμα τοῦ «ἀχρείου δούλου» ἦταν ὅτι: δέν ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε, «Πῆγε καί ἔσκαψε τήν γῆ καί ἔκρυψε τό χρῆμα τοῦ Κυρίου». Δέν τό χάλασε, δέν τό σπατάλησε. Ἁπλῶς τό ἀχρήστευσε. Τό ἔθαψε στό χῶμα. Προτίμησε μία στατική ἀσφάλεια. Φοβήθηκε νά τό διακινδυνεύσει. Καί ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά τοῦ ζητήσουν λογαριασμό γιά τήν διαχείριση αὐτοῦ τοῦ ποσοῦ, τό ἔβγαλε καί τό ἔδωσε στόν Κύριό του: «Ἰδέ, ἔχεις τό σόν». Θέλετε νά ἀκούσετε παρόμοια ἀπολογία σήμερα; Ἀναρίθμητοι εἶναι αὐτοί πού μέ τήν ἴδια νοοτροπία ἀμνηστεύουν τόν ἑαυτό τους: «Δέν σπατάλησα τήν περιουσία μου σέ ἀσωτίες, δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα κανένα. Καί στήν Ἐκκλησία κάπου-κάπου πηγαίνω καί κερί ἀνάβω. Δέν θυμᾶμαι ἐν γνώσει μου νά ἔβλαψα ἄνθρωπο, δέν ἔβλαψα τήν κοινωνία». «Ναί, ἀλλά δοῦλε ὀκνηρέ», θά ἐπανελάμβανε σέ πολλούς ὁ Κύριος. Ξεχνᾶς πόσους ἀνθρώπους μποροῦσες νά ἀνακουφίσεις ἄν χρησιμοποιοῦσες κατάλληλα τό τάλαντό σου; Ὅμως ἐσύ τ’ ἀφήνεις νά ἀχρηστευθεῖ στό χῶμα τῆς ἀμέλειας, στό βάλτο τῆς ἀδιαφορίας. Μέ τήν παραβολή αὐτή ὁ Κύριος φωτίζει ἕνα θεμελιώδη νόμο ζωῆς: Ὁ μόνος τρόπος γιά νά κρατήσει κανείς ἕνα ἤ πολλά τάλαντα εἶναι νά τ’ ἀξιοποιήσει. «Στόν καθένα πού ἔχει καί τό ἀξιοποιεῖ θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσέψουν. Ἀπό ἐκεῖνον ὅμως πού δέν τό ἀξιοποιεῖ, θά τοῦ ἀφαιρεθεῖ κι αὐτό πού ἔχει». ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Τά λόγια τοῦ Κυρίου, σάν ἄνεμος δυνατός, σκορπίζουν τήν πυκνή συννεφιά τῆς πλεονεξίας, πού χρόνια τώρα πλάκωνε τήν ψυχή τοῦ ἀρχιτελώνου. Ὁ Ζακχαῖος ἀρχίζει νά βλέπει καθαρά πιά τή ζωή του. Ἀπό τή σκέψη του διαβαίνουν διαδοχικά οἱ τόσοι ἄνθρωποι πού εἶχε ἀδικήσει. Τούς βλέπει νά περνοῦν πικραμένοι, μέ τόν πόνο στήν καρδιά, μέ τήν ἀγανάκτηση στά στήθη. Στριφογυρίζουν τριγύρω του, σάν μιά φοβερή ἀλυσίδα, τόν τυλίγουν καί τόν σέρνουν μακρυά ἀπό τόν Ἅγιο φιλοξενούμενό του. Πρέπει νά τήν σπάσει αὐτή τήν φρικτή ἀλυσίδα τῆς ἀδικίας καί τῆς ἐνοχῆς, που μόνος του σφυρηλάτησε, πού τόν κρατᾶ μακρυά ἀπό τόν Χριστό. Σέ μιά στιγμή μπροστά σέ ὅλους ἀποφασιστικά ἀναγγέλει: Κύριε ἔκλεψα, ἐκμεταλλεύτηκα πολλούς, χρόνια τώρα. Ἀλλά μετανοῶ, θ’ ἀλλάξω Κύριε, ἀλλάζω τώρα. Τά μισά ἀπ’ τά ὑπάρχοντά μου τά δίνω ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς. Κι ὅσους ἔβλαψα, τούς ἀποζημιώνω, στό τετραπλάσιο. Τά λόγια αὐτά τοῦ Ζακχαίου δέν ἀνήκουν σέ μιά μακρινή ἱστορία ἀδιάφορη γιά τήν ἐποχή μας. Εἶναι ἕνα μήνυμα γιά ὅλους μας. Μήν ἐπαναπαύεσθε στά πλούτη σας. Μήν ξεγελᾶτε τούς ἑαυτούς σας μέ τίς φευγαλέες χαρές, που σᾶς δίνουν οἱ τίτλοι, τά ἀξιώματα, καί τά ὑλικά ἀγαθά. Τραβῆξτε ἀπό ἐμπρός σας τό παραπέτασμα τῆς φιλαυτίας, που σᾶς κλείνει τόν ὁρίζοντα καί δεῖτε. Βγεῖτε λίγο ἀπό τήν ἄνεσή σας καί προσέξτε αὐτά τά παιδιά, πού ντυμένα μέ ράκη τρέμουν στόν χιονιά, τούς φτωχούς, τίς χῆρες, τά ὀρφανά. Πολλά ἀπό τ' ἀγαθά μας, ἄν εἶχαν φωνή, θά φώναζαν: «Δέν εἴμαστε δικά σου. Ἀνήκουμε σ’ ἐκείνους που ἐκμεταλλεύθηκες, που τούς πούλησες τό ἐμπόρευμά σου μέ ψεύτικο ζύγι ἡ σέ ὑπέρογκη τιμή. Δέν εἴμαστε δικά σου! Ἀνήκουμε στά φτωχά παιδιά, που δέν ἔχουν ψωμί καί ξυλιάζουν σέ μία ἄθλια τρώγλη. Ἀνήκουμε στόν ἄρρωστο, που λιώνει χωρίς φάρμακα καί γιατρό. Ἀνήκουμε στόν φτωχό παραγωγό. Δέν εἴμαστε δικά σου! Δέν ἤρθαμε στά χέρια σου, γιά νά στολίζουμε τό σπίτι σου, γιά νά γεμίζουμε τά χρηματοκιβώτιά σου. Σ’ ἐκείνους ἀνήκουμε. Παράδωσέ μας χωρίς ἀναβολές. Δέν εἴμαστε δικά σου!» Ἀλλά ἄς μήν νομίσουμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι τό μήνυμα τοῦ Ζακχαίου ἀφορᾶ ἀποκλειστικά τους πλουσίους καί ἰσχυρούς. Σέ ὅλους ἀπευθύνεται, γιατί ὅλοι σχεδόν, λίγο-πολύ, ἔχουμε ἀδικήσει. Νά σταματήσουμε πιά τήν ἐκμετάλλευση καί τήν ἀδικία, ὅποια μορφή καί ἄν ἔχει καί νά ἀρχίσουμε μιά νέα ζωή ἐπανορθώνοντας τά λάθη μας, αὐτό τονίζει μέ τό παράδειγμά του σέ μᾶς ὁ ἀρχιτελώνης τῆς Ἱεριχοῦς. ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Πολλοὶ ἄνθρωποι φροντίζουν ἐπιμελῶς νὰ προσεγγίζουν πρόσωπα μὲ θέσεις καὶ ἀξιώματα, τὰ ὁποῖα κάποτε μπορεῖ νὰ χρειαστοῦν καί ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀποφεύγουν τοὺς πτωχούς, τούς ἀσήμους καί ἀδυνάτους ἀνθρώπους,. Ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε μιὰ διαμαρτυρία σ’ αὐτὴ τὴν τακτική, μιὰ ἐπανάσταση γιὰ τὴν κλασικὴ λογικὴ τῆς ἐποχῆς Του – καὶ τῆς ἐποχῆς μας. Τὴν προσοχή Του μαγνήτιζαν οἱ ἄνθρωποι που εἶχαν ἀνάγκες, οἱ ταπεινοί, οἱ πονεμένοι. Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περιοπὴ μᾶς ὑπενθυμίζει ἕνα ἀπὸ τὰ περιστατικά, ποὺ ἀναφέρονται σ’ αὐτὴ τὴ στάση τοῦ Κυρίου. Ἀνεβαίνοντας γιὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἔπρεπε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν πόλη εἶχε καθίσει κάποιος τυφλός, ζητώντας τὴν βοήθεια τῶν περαστικῶν. Σὰν ἄκουσε νὰ διαβαίνει τόσος λαὸς ἀπὸ κεῖ, ρώτησε νὰ μάθει τί συμβαίνει. Τοῦ εἶπαν, ὅτι περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Γεμᾶτος προσδοκία ὁ τυφλὸς τότε φώναξε: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Οἱ γύρω του διαμαρτυρήθηκαν λέγοντάς του νὰ σωπάσει. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ἀκόμη ζωηρότερα συνέχισε: «Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Ὁ Χριστός συνομιλοῦσε μὲ τοὺς γύρω του καὶ δίδασκε. Ἀλλὰ στὴν κραυγὴ τοῦ τυφλοῦ σταμάτησε. Μπροστὰ στὶς ἄμεσες ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων ἡ διδασκαλία διακόπτεται κι ἀρχίζει ἡ πράξη. Ὁ Κύριος δὲν ἀγνοεῖ τὸν ἄνθρωπο που τοῦ ζητᾶ βοήθεια. Στέκεται, συζητᾶ μαζί του, καί τοῦ δίνει αὐτὸ που χρειάζεται. Στὴν πορεία μας στὴ ζωή, παρουσιάζονται ἄνθρωποι μὲ λογιῶν λογιῶν ἀνάγκες. Ἄλλοτε ἡ φωνή τους εἶναι σαφής, ἄλλοτε ἡ ἱκεσία τους εἶναι  μυστική, ἄφωνη ἀπὸ συστολή. Ἂς μὴ κλεινόμαστε στὶς ἀπασχολήσεις μας, στὸν ἑαυτό μας. Ἂς γίνουμε εὐαίσθητοι στὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ὅσο μποροῦμε, ὅ,τι μποροῦμε. Ὁ τυφλὸς ἐπαίτης λαχταροῦσε νὰ ἀναβλέψει, γι’ αὐτὸ ἀμέσως ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία ποὺ διάβαινε ἐμπρός του. Μὲ μιὰ ἐπιμονὴ ζηλευτή, μ’ ἕνα πάθος ἀξιοθαύμαστο: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Οἱ εὐκαιρίες δὲν χρονοτριβοῦν. Ἡ ζωὴ στὶς περισσότερες μορφές της παρουσιάζει μιὰ ἀδιάκοπη ροή. Γιά κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχει μιά κρίσιμη στιγμή, μιά εὐκαιρία που πρέπει σωστά νά τήν ἀξιοποιήσει. Νά ἐγκαταλείψει τόν παλαιό ρυθμό τῆς ζωῆς, τίς παλιές δεσμεύσεις του καί νά προχωρήσει σέ μιά ζωή ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας, χαρᾶς καί θυσίας.   ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή περιγράφεται ἡ ἀντίδραση τῶν δέκα λεπρῶν ἀπέναντι στόν Χριστό. Ὁ ἕνας γύρισε λαχανιασμένος ἀπό το τρέξιμο, τήν συγκίνηση, τήν ἀγαλλίαση. Πέφτει στά πόδια τοῦ εὐεργέτου του καί τά φιλάει, τά λούζει μέ δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Ὅπου νά ‘ναι θά πρέπει νά φανεῖ καί ὁ δεύτερος, κι ὁ τρίτος, κι οἱ ὑπόλοιποι πού ἔγιναν μέ τρόπο θαυμαστό καλά. Ἔτσι θά περίμενε κανείς. Ἀλλ’ ἡ ὥρα περνᾶ καί οἱ ἄλλοι δέ φαίνονται. Καί οὔτε πρόκειται ποτέ νά φανοῦν... Ἔφυγαν...Ἦταν μαζί, ὅταν ἱκέτευαν γιά τήν θεραπεία. Ἀφοῦ τήν πῆραν, οἱ δρόμοι τους χωρίστηκαν. «Ἀποκριθείς δέ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν∙ οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δέ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» Καί δέν εἶναι μόνον οἱ ἐννέα. Εἶναι σειρά ἀτελείωτη. Κι ὅλοι βιάζονται∙ καί φεύγουν. Σημαδεμένοι μέ μιά ἄλλου εἴδους λέπρα: τήν ἀγνομωσύνη. Εἶναι ἡ φάλαγγα τῶν εὐεργετημένων ἀπό τόν Χριστό, οἱ ὁποῖοι ποτέ δέ γύρισαν γιά νά Τοῦ ποῦν «εὐχαριστῶ». Ἡ μορφή τοῦ Εὐεργέτου ἔσβησε ἀπό τή μνήμη τους. Εἶναι κάτι πού βλέπουμε καί ψηλαφοῦμε καθημερινά στή ζωή. Ἴσως καί στήν προσωπική μας ζωή. Ἀντιμετωπίζουμε κατά καιρούς φοβερές δοκιμασίες, ἀτυχήματα, θανατηφόρες ἀρρώστειες, ἐπαγγελματικά, οἰκογενειακά ἀδιέξοδα. Ἀπελπιζόμαστε, κλαῖμε, ἱκετεύουμε, ὑψώνουμε τή φωνή μας: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Κύριε, χανόμαστε. Ἀπό πουθενά δέν ἐλπίζουμε βοήθεια. Βάλε τό χέρι Σου! Ὅταν ὅμως ἔρθει ἡ ποθητή λύση, περιοριζόμαστε σέ ἕνα ἁπλό: «δόξα σοι, ὁ Θεός». Περισσότερο σάν ἀναστεναγμό ἀνακουφίσεως, παρά σάν προσευχή δοξολογίας. Τρέχουμε τότε πίσω ὄχι ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά ἀπό τούς ἀγνώμονες λεπρούς. Οἱ περασμένες δυσκολίες ὑποτιμοῦνται, ὁ εὐεργέτης λησμονεῖται. Προηγουμένως βέβαια σκεπτόμαστε ὅτι μόνο ὁ Θεός μποροῦσε νά μᾶς βγάλει ἀπό τό ἀδιέξοδό μας.  Ὅταν ὅμως ἐξερχόμαστε ἀπό αὐτό τά πράγματα ἑρμηνεύονται ὀρθολογιστικά. Εὐτυχῶς ὅμως, οἱ εὐκαιρίες δέν λείπουν γιά νά μιμηθοῦμε τόν εὐγνώμονα λεπρό. Καθημερινά νέες δωρεές τοῦ Θεοῦ προστίθενται στή ζωή μας. Μερικές μάλιστα τόσο συνεχεῖς, ὥστε να τίς θεωροῦμε αὐτονόητες, ὅπως ἡ καθημερινή μας ὑγεία, ἡ ἀναπνοή, τό καθημερινό μας ψωμί, ἡ οἰκογενειακή μας ἀγάπη, ἡ εἰρήνη. Ἡ εὐγνωμοσύνη ἀδελφοί δέν εἶναι μόνο καθῆκον καί χρέος. Εἶναι καί ἕνας ἰσχυρός μαγνήτης πού ἑλκύει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.  

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /home2/immaroni/public_html/templates/shaper_newsplus/html/com_k2/templates/default/user.php on line 255